Τέλος στη fast fashion με το ανυπολόγιστο περιβαλλοντικό αποτύπωμα ετοιμάζεται να βάλει η ΕΕ
Όταν η Zara έφτασε στο Upper East Side του Μανχάταν, το 1989, η δημοσιογράφος Anne-Marie Schiro χρησιμοποίησε τη φράση fast fashion (γρήγορη μόδα) για να αποδώσει την πρακτική της ταχύτατης, μαζικής παραγωγής. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε, η αλυσίδα απευθυνόταν με κατανοητό τρόπο στους νέους «που αλλάζουν τα ρούχα τους τόσο συχνά όσο το χρώμα του κραγιόν τους».
Τα λόγια της ήταν προφητικά της νέας εποχής που ανέτειλε στον κόσμο της μόδας, όπως γράφουν οι FT. Μέχρι το 2012, η μητρική εταιρεία της Zara, Inditex, παρήγε 840 εκατομμύρια ρούχα ετησίως.
Σήμερα, περισσότερο από τρεις δεκαετίες μετά, η αγορά της fast fashion έχει διευρυνθεί και ο ανταγωνισμός έχει κορυφωθεί από επιθετικά brands που δίνουν έμφαση στην προώθηση μέσω των social media. Τέτοια είναι, για παράδειγμα, η βρετανική Boohoo και ο κινεζικός γίγαντας Shein. Πλέον, οι ταχύτητες με τις οποίες σχεδιάζονται, κατασκευάζονται, πωλούνται και απορρίπτονται τα ρούχα είναι… ασύλληπτες.
Όμως, αυτή η πληθώρα φθηνών, με μικρή διάρκεια ζωής ενδυμάτων έχει τεράστιο περιβαλλοντικό και κοινωνικό κόστος. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Κομισιόν, ο μέσος Ευρωπαίος πετάει 12 κιλά ρούχα κάθε χρόνο και η κατανάλωση κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων ευθύνεται για «την τέταρτη υψηλότερη αρνητική επίπτωση στο περιβάλλον».
Τώρα, η Ευρώπη κάνει προσπάθειες να βάλει τέλος σε αυτό, στο πλαίσιο της επίτευξης των περιβαλλοντικών στόχων που έχει θέσει για το 2050.
Οι νομοθέτες της ΕΕ επιδιώκουν μέχρι το 2030 τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα που εισάγονται στην αγορά της ένωσης να είναι «μακρόβια και ανακυκλώσιμα, σε μεγάλο βαθμό κατασκευασμένα από ανακυκλωμένες ίνες, απαλλαγμένα από επικίνδυνες ουσίες και να παράγονται με σεβασμό στα κοινωνικά δικαιώματα και στο περιβάλλον». Με δυο λόγια αυτός ο στόχος αποτελεί μέρος αυτού που η ΕΕ περιγράφει ως «κυκλική οικονομία» στην οποία το μπλοκ καταναλώνει και απορρίπτει λιγότερα προϊόντα.
Για να επιτευχθεί αυτό, όμως, απαιτούνται αλλαγές στην υφιστάμενη νομοθεσία, εκστρατείες ευαισθητοποίησης και μια νέα πρόταση για την απαίτηση από κατασκευαστές, εισαγωγείς και διανομείς να πληρώνουν για την επεξεργασία των απορριμμάτων κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων.
Επί των προτάσεων, ακόμη και οι υποστηρικτές τους, εκτιμούν ότι είναι ασαφείς και στερούνται συγκεκριμένων μέτρων και πολιτικών.
Αυτές οι προθέσεις, επίσης, δεν συμβαδίζουν με την απαιτούμενη υποδομή. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ σύμφωνα με τους νέους στόχους για τα απόβλητα και την ανακύκλωση, για παράδειγμα, τα κράτη μέλη θα υποχρεωθούν να συλλέγουν τα απορριπτόμενα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα από το 2025, σε πολλές περιπτώσεις οι απαραίτητες εγκαταστάσεις ανακύκλωσης δεν είναι ευρέως διαθέσιμες για τη διαχείριση όλων των υφασμάτων. Το ελαστάν, π.χ., το οποίο προστίθεται σε πολλά ελαστικά ρούχα, μπορεί να λειτουργήσει ως ρύπος κατά τη διαδικασία ανακύκλωσης και πρέπει πρώτα να αφαιρεθεί, αυξάνοντας το κόστος.
Η παγκόσμια βιομηχανία της μόδας είναι εδώ και πολύ καιρό μια «βρώμικη επιχείρηση, γράφουν οι FT.
Και αυτό στο οποίο οδήγησε στον άνευ προηγουμένου όγκο φθηνών ρούχων από πολυεστέρα και άλλα συνθετικά υφάσματα που έχουν ως βάση τους ορυκτά καύσιμα, δεν είναι άλλο από την ανάπτυξη διαδικτυακών καταστημάτων λιανικής με τις μεγάλες ταχύτητες. Αυτά τα είδη έχουν μικρή έως καθόλου αξία μεταπώλησης και καταλήγουν να αποτεφρώνονται ή να μαραζώνουν εγκαταλείπονται σε βουνά από συσσωρευμένα ρούχα για εκατοντάδες χρόνια σε χώρους υγειονομικής ταφής, συνήθως στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Η παγκόσμια παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, από την οποία το 81%χρησιμοποιείται από τη βιομηχανία ένδυσης, σχεδόν διπλασιάστηκε μεταξύ 2000 και 2015.
Η κατανάλωση ενδυμάτων και υποδημάτων αναμένεται να αυξηθεί επιπλέον κατά 63% μεταξύ 2022 και 2030 σε 102 εκατομμύρια τόνους, προβλέπει ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος.
Η αφθονία των ρούχων σε χαμηλές τιμές έχει συμβάλει σε μια κουλτούρα στην οποία οι καταναλωτές τα θεωρούν όλο και περισσότερο ως μιας χρήσης. Πάνω από τη μισή παραγωγή της fast fashion απορρίπτεται σε λιγότερο από ένα χρόνο.
Και δεν είναι μόνο το περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
Το μοντέλο της γρήγορης έχει ενοχοποιηθεί για εκμεταλλευτικές συνθήκες εργασίας προκειμένου να διατηρήσει τις ανταγωνιστικές χαμηλές τιμές.
Η τραγωδία της Rana Plaza το 2013, κατά την οποία ένα οκταώροφο εμπορικό κτίριο στο Μπαγκλαντές κατέρρευσε και σκότωσε περισσότερους από 1.100 εργάτες, κυρίως γυναίκες και παιδιά, αποκάλυψε με τραγικό τρόπο αυτήν τη βρώμικη πλευρά της μόδας.
Οι νομοθέτες που πιέζουν για αλλαγή, συχνά αναφέρονται στο τραγικό περιστατικό, όμως δεν φαίνονται διατεθειμένοι να πιέσουν ιδιαίτερα την βιομηχανία μόδας.
Μέχρι στιγμής, η βιομηχανία της μόδας έχει αφεθεί σε μεγάλο βαθμό να αυτορρυθμιστεί. Στην ΕΕ μόνο η Γαλλία, η Σουηδία και τελευταία η Ολλανδία έχουν εφαρμόσει προγράμματα για να καταστήσουν τους παραγωγούς οικονομικά υπεύθυνους για τα απόβλητα που δημιουργούν.
Ένα άλλο πρόβλημα που προκύπτει όσο η αντιμετώπιση επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των βιομηχανιών, λέει η Valérie Boiten, ανώτερη υπεύθυνη πολιτικής στο Ίδρυμα Ellen MacArthur, είναι ότι οι επωνυμίες που προσπαθούν περισσότερο «βρίσκονται σε ανταγωνιστικό μειονέκτημα». «Στο τέλος της ημέρας, υπάρχει ένα ασφάλιστρο για την κυκλική σχεδίαση [και άλλα μέτρα βιωσιμότητας]», προσθέτει.
Αυτό θα αλλάξει όταν τεθεί σε ισχύ η νομοθεσία σε όλη την ΕΕ το 2030, αλλά η Emily Macintosh, αρμόδια για τον κλάδο των κλωστοϋφαντουργικών στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Περιβάλλοντος, υποστηρίζει ότι το προτεινόμενο σύστημα διευρυμένης ευθύνης παραγωγού (EPR) δεν θα πρέπει απλώς «να επιτρέπει στους παραγωγούς να πληρώνουν ένα αμελητέο ελάχιστον τίμημα για να ρυπαίνουν». Και προσθέτει: «Δεν μπορούμε απλώς να συγκεντρώσουμε χρήματα μέσω ενός συστήματος EPR για να χρηματοδοτήσουμε τη συλλογή, τη διαλογή, την ανακύκλωση, την κυκλικότητα… στην Ευρώπη χωρίς να αναγνωρίζουμε ότι μια τεράστια ποσότητα από τα προϊόντα μόδας και κλωστοϋφαντουργίας μας εξάγονται στον παγκόσμιο Νότο».
Από την πλευρά του κλάδου, η πρόοδος ήταν αργή. Brands όπως η H&M, η Zara και η Primark έχουν ξεκινήσει προγράμματα “take-back” (επιστροφής) ρούχων στα καταστήματα, προτρέποντας τους πελάτες τους να αφήσουν τα φθαρμένα ρούχα από οποιαδήποτε επωνυμία με αντάλλαγμα μια έκπτωση σε μελλοντική αγορά. Ωστόσο, αυτές οι πρακτικές έχουν κατηγορηθεί ευρέως ότι ενθαρρύνουν περαιτέρω την κατανάλωση.
Μέχρι σήμερα, 369 εταιρείες κλωστοϋφαντουργικών, ενδυμάτων, υποδημάτων και ειδών πολυτελείας έχουν δεσμευτεί εθελοντικά σε στόχους που βασίζονται στην επιστήμη, ευθυγραμμιζόμενες με τις προσπάθειες για το κλίμα. Μόνο 170, ωστόσο, έχουν εγκριθεί από την πρωτοβουλία Science-Based Targets, μια συνεργασία μεταξύ του Carbon Disclosure Project, του Παγκόσμιου Συμφώνου του ΟΗΕ, του World Resources Institute και του World Wide Fund for Nature.
Το Greenwashing, ασκείται κατά κόρον από τη βιομηχανία του κλάδου. Η ΕΕ έχει προσπαθήσει να επαληθεύσει μέσω της οδηγίας για τις πράσινες αξιώσεις τους ισχυρισμούς βιωσιμότητας των εταιρειών. Στο πλαίσιο της νέας οδηγίας, δηλώσεις που δεν πληρούν τα ελάχιστα κριτήρια που έχουν τεθεί θα απαγορευτούν.
Η Sustainable Apparel Coalition κυκλοφόρησε το Higg Index το 2012, ένα σύνολο προτύπων που έχουν σχεδιαστεί για να βοηθήσουν τις εταιρείες σε όλο τον κόσμο να εντοπίσουν τον περιβαλλοντικό και κοινωνικό αντίκτυπο των προϊόντων τους. Όμως, ο δείκτης, από τότε που μετονομάστηκε σε Worldly, έχει επικριθεί από ΜΚΟ ότι έχει δεχθεί σοβαρές επιρροές από τα συμφέροντα της βιομηχανίας.
Σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού και εντάσεων γύρω από το παγκόσμιο εμπόριο, πολλές εταιρείες φοβούνται ότι η πίεση της ΕΕ για βιωσιμότητα έχει πολύ υψηλό τίμημα.
Η Euratex, ο ευρωπαϊκός σύνδεσμος της βιομηχανίας κλωστοϋφαντουργίας, εκτιμά ότι ο όγκος των κανονισμών είναι τεράστιος και το πεδίο εφαρμογής τους αχανές.
Ορισμένοι στον κλάδο υποστηρίζουν ότι οι απαιτήσεις της ΕΕ δεν είναι ρεαλιστικές. «Για την –πιθανώς- παλαιότερη βιομηχανία στον κόσμο, [η πράσινη μετάβαση] είναι μια μεγάλη πρόκληση γιατί θέλουμε να αλλάξουμε τα πάντα σε σύντομο χρονικό διάστημα και η αλυσίδα αξίας δεν είναι προετοιμασμένη για αυτό», λέει ο Mauro Scalia, διευθυντής βιώσιμης επιχειρηματικότητας της Euratex.
Στις ΗΠΑ, οι εμπορικοί όμιλοι μόδας ενέκριναν πρόσφατα ένα προτεινόμενο νομοσχέδιο στην Καλιφόρνια, γνωστό ως SB 253, που απαιτεί από εταιρείες με έσοδα άνω του 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων να αναφέρουν εκπομπές αερίων θερμοκηπίου σε όλη την αλυσίδα αξίας τους σε ετήσια βάση.
Άλλοι, πάλι, πιστεύουν ότι η αλλαγή της συμπεριφοράς των καταναλωτών είναι το κλειδί για την ώθηση της βιομηχανίας προς μεγαλύτερη βιωσιμότητα.
Οι Βρυξέλλες σχεδιάζουν, επίσης, να δημιουργήσουν ένα «ψηφιακό διαβατήριο προϊόντος» που θα παρέχει στους καταναλωτές πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ένα προϊόν μπορεί να ανακυκλωθεί ή να επισκευαστεί. Ωστόσο, οι αξιωματούχοι προειδοποιούν ότι η Επιτροπή πρέπει να εξισορροπήσει προσεκτικά την ανάγκη αποτροπής εσφαλμένων πράσινων ισχυρισμών χωρίς να συγχέει τους καταναλωτές με μια πληθώρα ετικετών.
Η άνοδος των διαδικτυακών αγορών, όμως, περιορίζει τον αντίκτυπο τέτοιων μέτρων. Αντίθετα, ιδιαίτερα οι νέοι καταναλωτές βομβαρδίζονται με διαφημίσεις και φιλόδοξο χορηγούμενο περιεχόμενο σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης όπως το Instagram και το TikTok.
Η Shein, η οποία έχει 30,1 εκατομμύρια ακολούθους στο Instagram και η Boohoo, η οποία έχει 12,6 εκατομμύρια, χρησιμοποιούν influencers για να προωθήσουν τα ρούχα τους.
Ωστόσο, εκπρόσωποι των καταναλωτών τονίζουν ότι δεν μπορεί η ευθύνη της οικοδόμησης μιας καθαρότερης βιομηχανίας να ανατίθεται αποκλειστικά στους καταναλωτές που αλλάζουν τον τρόπο ζωής τους.
Η Monique Goyens, γενική διευθύντρια της BEUC, της Ευρωπαϊκής Ένωσης Καταναλωτών, πιστεύει ότι η αντιμετώπιση της τεράστιας ζημιάς που προκαλεί η κλωστοϋφαντουργία στον πλανήτη θα συμβάλει στο να εγκαταλείψουμε μια οικονομία η οποία απαιτεί από τους ανθρώπους «να συνεχίσουν να κάνουν αγορές με χρήματα που δεν έχουν για πράγματα που δεν χρειάζονται».
«Η κυκλικότητα δεν σημαίνει ότι δεν είναι καπιταλιστική. Μπορούμε να δημιουργήσουμε νέες εταιρείες και νέο πλούτο [χωρίς να εξαντλήσουμε] την πρώτη ύλη», υποστηρίζει, προσθέτοντας ότι υπάρχει μια επιχειρηματική «ευκαιρία για ανθρώπους που είναι δημιουργικοί και καινοτόμοι».
Αλλά μέχρι να αναγκαστεί να αλλάξει η βιομηχανία, η πλειονότητα των ρούχων θα συνεχίσει απλώς να πετιέται.
Πηγη: In.gr